- αγριόξυλο
- τό1) твёрдая порода дерева, твёрдая древесина; 2) перен. зверское избиение;
τρώγω ένα αγριόξυλο — быть зверски избитым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρώγω ένα αγριόξυλο — быть зверски избитым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγριόξυλο — το 1.ξύλο ακατάλληλο για έπιπλα. 2. άγριο ξυλοκόπημα: Έφαγε ένα αγριόξυλο που δε θα το ξεχάσει ποτέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριόξυλο — το 1. σκληρό ξύλο ακατάλληλο για ξυλουργική επεξεργασία 2. σκληρός δαρμός, άγριο ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek
αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… … Dictionary of Greek